- ζόρξ
- ζόρξSee also: s. δορκάς
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… … Dictionary of Greek
ζορκάς — ζορκάς, ( άδος) και ζόρξ, ( κός), ή (Α) διαφ. τ. τού δορκάς* ζαρκάδι … Dictionary of Greek
i̯ork- — i̯ork English meaning: a kind of roebuck Deutsche Übersetzung: “Tier from the Gruppe the Rehe” Material: Gk. ζόρξ, ζορκάς, with folk etymology connection an δέρκομαι mostly δόρξ, δορκός; δορκάς f., δόρκος m. “roe deer, gazelle “;… … Proto-Indo-European etymological dictionary